- λεπταίσθητος
- -η, -οαυτός που χαρακτηρίζεται από λεπταισθησία: Αυτός ο ζωγράφος είναι λεπταίσθητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεπταίσθητος — η, ο 1. αυτός που έχει λεπτά αισθήματα 2. αυτός που έχει οξεία αίσθηση τού καλού γούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + αισθητός (< αισθάνομαι). Η λ. μαρττυρείται από το 1886 στο περ. Εστία] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπταισθησία — η 1. το να έχει κάποιος λεπτά αισθήματα 2. το να έχει κανείς λεπτό γούστο, η οξεία αίσθηση τού καλού γούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπταίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek